βορά

βορά
η (AM βορά)
η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα
αρχ.
1. οποιαδήποτε τροφή
2. φρ. «γαστρὸς βορά» — λαιμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer- «καταπίνω, καταβροχθίζω» (πρβλ. και λ. βιβρώσκω). Η ρίζα *gwer- απαντά στα αρμ. (αόρ.) e-ker «αυτός έφαγε», λιθ. geriu, gerti «πίνω», η δε ετεροιωμένη βαθμίδα της στα λατ. voro «καταπίνω, καταβροχθίζω» (πιθ. < ουσ. *vorā= βορά, αν δεν πρόκειται για δευτερογενή θαμιστικό σχηματισμό) και αρχ. ινδ. (παρακμ.) jagāra. Στην Αρχαία σχηματίστηκαν αρκετά σύνθετα σε -βορος (πρβλ. αιμοβόρος, διαβόρος, κρεοβόρος, κουροβόρος, πολυβόρος κ.ά.). Τα σύνθετα δημοβόρος (το β' συνθετικό του οποίου ταυτίζεται με το αντίστοιχο την αρχ. ινδ. aja-gara «αυτός που καταβροχθίζει κατσίκες» και αβεστ. aspō-gara «αυτός που καταβροχθίζει άλογα») και θυμοβόρος αποτελούν ποιητικούς (Όμηρος) εκφραστικούς τύπους προγενέστερους της λ. βορά. Τέλος το λατ. carnivorus «σαρκοβόρος» (Πλίν.) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό κατά το πρότυπο των ελληνικών συνθέτων σε -βορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βορά — βορά̱ , βορά food fem nom/voc/acc dual βορά̱ , βορά food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βορός gluttonous neut nom/voc/acc pl βορά̱ , βορός gluttonous fem nom/voc/acc dual βορά̱ , βορός gluttonous fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βορᾶ — Βορᾶ̱ , Βορέας north wind masc voc sg (attic) Βορέας north wind masc gen sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορᾶ — βορᾶ̱ , Βορέας north wind masc voc sg (attic) Βορέας north wind masc gen sg (doric) βοράω eat pres subj act 1st sg (doric aeolic) βοράω eat pres ind act 1st sg (doric aeolic) βοράζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορᾷ — Βορέας north wind masc dat sg (doric) βορᾷ̱ , Βορέας north wind masc dat sg (attic) βορά food fem dat sg (attic doric aeolic) βοράω eat pres subj mp 2nd sg βοράω eat pres ind mp 2nd sg (epic) βοράω eat pres subj act 3rd sg βοράω eat pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορά — η τροφή σαρκοφάγων ζώων: Το νεκρό ζώο έγινε βορά των θηρίων του δάσους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βορᾷ — Βορέας north wind masc dat sg (doric) Βορᾷ̱ , Βορέας north wind masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορᾶι — βορᾷ , Βορέας north wind masc dat sg (doric) βορᾷ̱ , Βορέας north wind masc dat sg (attic) βορᾷ , βορά food fem dat sg (attic doric aeolic) βορᾷ , βοράω eat pres subj mp 2nd sg βορᾷ , βοράω eat pres ind mp 2nd sg (epic) βορᾷ , βοράω eat pres subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορᾶν — βορᾶ̱ν , Βορέας north wind masc gen pl (attic doric aeolic) Βορέας north wind masc acc sg (doric) βορᾶ̱ν , Βορέας north wind masc acc sg (attic) βορά food fem gen pl (doric aeolic) βοράω eat pres part act masc voc sg (doric aeolic) βοράω eat pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοράν — βορά̱ν , βορά food fem acc sg (attic doric aeolic) βορά̱ν , βορός gluttonous fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοράς — βορά̱ς , βορά food fem acc pl βορά̱ς , βορός gluttonous fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”